πολύτομος

πολύτομος
η , ο [ος , ον ] многотомный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πολύτομος" в других словарях:

  • πολύτομος — η, ο, Ν (κυρίως για συγγραφικό έργο) αυτός που συγκροτείται από πολλούς τόμους («πολύτομο λεξικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. μονό τομος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτομος — η, ο αυτός που αποτελείται από πολλούς τόμους: Η πολύτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυτομία — η, Ν [πολύτομος] 1. η πληθώρα τόμων 2. (λογ.) η διαίρεση ενός όλου σε πολλά μέρη …   Dictionary of Greek

  • πολύβιβλος — η, ο / πολύβιβλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. (για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από πολλά βιβλία, πολύτομος («πολύβιβλος ιστορία», Αθην.) μσν. αυτός που έχει πολλά βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βίβλος / βιβλίον (πρβλ. μονό βιβλος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»